- αδιαπίστωτος
- η , ο [ος , ον ]1) неподтверждённый; неустановленный, невыясненный; 2) не могущий быть подтверждённым, установленным, выясненным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαπίστωτος — η, ο [διαπιστώνω] αυτός που δεν διαπιστώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, ο ανεπιβεβαίωτος … Dictionary of Greek
αδιαπίστωτος — η, ο αυτός που δεν έχει διαπιστωθεί, βεβαιωθεί: Η πληροφορία του μένει αδιαπίστωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)